Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Πριν 30 χρόνια.....

"Γεμάτος" μήνας ο Φλεβάρης, αν και κουτσοφλέβαρος. Μνήμες από τα παλιά, ιστορία ολόκληρη...
Ήταν σαν χτες, πριν 30 χρόνια, τότε που μαθαίνοντας πως ο Νίκος Ξυλούρης "έφυγε", ένα χέρι μας έσπρωχνε, μας έστειλε εκεί, κοντά του, στην αποβάθρα του Αχέροντα. Και μέσα από σε όλους τους Κρητικούς με τα κεφαλομάντηλα, στριμωχτήκαμε και φτάσαμε μπροστά, δίπλα του.
Και όταν ήρθε η ώρα του ύστατου "χαίρε", κρατούσα με πάθος το φέρετρο, γιατί δε μπορούσα να πιστέψω πως ΑΥΤΟΣ δε θα υπήρχε ανάμεσά μας πια....
Αυτός, που σχεδόν 2 1/2 χρόνια πριν, όταν ψάχναμε στην Πλάκα να κάνουμε μια εκδήλωση για το σχολείο μας και είχαμε απογοητευτεί, μας άνοιξε την πόρτα και την καρδιά του και μας έδωσε το ΖΟΟΜ, εκεί, στην αρχή της Κυδαθηναίων....
Παραμονές Χριστουγέννων του 1977, μαθητές της Α΄ Λυκείου, ταξιδέψαμε στην "άλλη" Ελλάδα, που ονειρευόμαστε, που θέλαμε, που ξεκινήσαμε να παλεύουμε γι αυτήν. Τότε που τα όνειρα δεν ήταν εξουσία, αλλά το λευκό πανί που απλωνόταν πάνω από το σκαρί του νου και με πυξίδα την ελπίδα ξεκινούσαμε.... Μας ταξίδευαν όλοι οι μεγάλοι ποιητές, οι μεγάλοι τραγουδοποιοί, οι φωνές του ονείρου μας...
Περάσαν τα χρόνια, 30 ολοστρόγγυλα, απο εκείνη τη μέρα... Η μνήμη ζωντανή, το όνειρο ολόρθο να μας κυττά και να το κυττάζουμε στα μάτια.

Αφιερωμένο σε όλους σας, που αισθάνεστε ακόμη όπως πριν 30 χρόνια...

Δ ε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' φήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαϊ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι' ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
"Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Kι' όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι' ως δε φελούσα
κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:

"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".

Κώστας Βάρναλης

ΓΓΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: